ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γελώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γελώ

nevet

nevetés

γελώ (-άω, -άσω)(+ με vkt)

kinevet

(rászed) ξεγελώ (-άω, -άσω)

becsap

χαμογελώ

mosoly

mosolyog

χαμογελώ (chamogeló)

mosolyog