ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nemzetközi versenyképesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nemzetközi versenyképesség

διεθνής ανταγωνιστικότητα◼◼◼

Το ιστορικό σας