ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nemi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nemi

σεξουαλικός◼◼◼

αφροδίσιος

nemi erőszak

βιασμός

nemi szerv

γεννητικά όργανα◼◼◼

nemi szervek

γεννητικά όργανα◼◼◼

nemigen

ελάχιστα◼◼◼

nemiség

σεξουαλικότητα

nem-illékony anyag

μη πτητική ουσία

nem-ionizáló sugárzás

μη ιον(τ)ίζουσα ακτινοβολία

nem is beszélve

πόσο μάλλον◼◼◼

női nemi szervek

αιδοίο

μουνί

Το ιστορικό σας