ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nehézfém σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nehézfém

βαρύ μέταλλο◼◼◼

nehézfém terhelés

φορτίο βαρέων μετάλλων

Το ιστορικό σας