ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nép

λαός◼◼◼

λαός (laós)◼◼◼

λαός (ο)◼◼◼

λαϊκός◼◼◻

χωριό◼◻◻

έθνος

έθνος (éthnos)

κόσμος

κόσμος (kósmos)

népesség

πόλη◼◼◼

népesség földrajzi eloszlása

γεωγραφική κατανομή (του) πληθυσμού◼◼◼

népességdinamika

πληθυσμιακή δυναμική

népességmozgás

πληθυσμιακή κίνηση

népességnövekedés

αύξηση του πληθυσμού◼◼◼

népességszerkezet

διάρθρωση του πληθυσμού

népességtrend

δημογραφική τάση (άνθρωποι)/πληθυσμιακή τάση (ζώα)

népességvándorlás

ανθρώπινη μετανάστευση

népetimológia

παρετυμολογία

népi

λαϊκός◼◼◼

γενικός◼◼◻

εθνικός◼◼◻

δημοτική◼◻◻

δημοφιλής◼◻◻

folk

δημώδης

népi hagyomány

λαϊκή παράδοση

népies

λαϊκότροπος

népirtás

γενοκτονία (genoktonía)◼◼◼

népmese

παραμύθι

néprajzi

εθνογραφικός

Népszavazás

Δημοψήφισμα◼◼◼

népszerű

δημοφιλής◼◼◼

δημοφιλής-ής-ές

λαϊκός

népszerűség

δημοτικότητα◼◼◼

népszerűtlen

αντιδημοτικός

népszokás

έθιμο

népszámlálás

απογραφή◼◼◼

απογραφή (του) πληθυσμού◼◼◼

néptörzs

φυλή