ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mentő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mentő

ασθενοφόρο◼◼◼

ασθενοφόρο (asthenofóro)◼◼◼

mentőautó

ασθενοφόρο◼◼◼

ασθενοφόρο (asthenofóro)◼◼◼

mentőcsónak

σωσίβια λέμβος◼◼◼

mentőmellény

σωσίβιο◼◼◼

mentőmellények

σωσίβια

mentős

παραϊατρικό προσωπικό◼◼◼

mentőszolgálat

υπηρεσία διάσωσης

mentőápoló

παραϊατρικό προσωπικό◼◼◼

mentőöv

ζώνη

hívjon egy mentőt!

κάλεσε ένα ασθενοφόρο

Το ιστορικό σας