ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mennyiség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mennyiség

ποσότητα◼◼◼

ποσό◼◼◻

αριθμός◼◼◻

σύνολο◼◼◻

πλήθος◼◻◻

αντίτιμο

mennyiségi

ποσοτικός◼◼◼

csökkenteni kellene az alkohol mennyiségét

θα πρέπει να μειώσετε το ποτό

kifogott halmennyiség

αλιευτική απόδοση

vízmaradék mennyisége

εναπομένουσα ποσότητα υδάτων

Το ιστορικό σας