ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

menedék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
menedék

προστασία◼◼◼

άσυλο◼◼◼

πόροι◼◻◻

αμπρί

απάγκιο

κατάλυμα

καταφύγιο/νησίδα

νησίδα

σκέπη

menedékhely

καταφύγιο◼◼◼

άσυλο◼◻◻

λιμάνι◼◻◻

προστασία◼◻◻

απάγκιο

állat menedékhely

καταφύγιο ζώων

Το ιστορικό σας