ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megtanul σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megtanul

μαθαίνω

megtanultad a leckét?

διάβασες τα μαθήματά σου;

Το ιστορικό σας