ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megszokott σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megszokott

κανονική◼◼◼

κανονικό◼◼◼

κοινό◼◼◻

συνήθης◼◼◻

κοινή◼◻◻

συνηθισμένο◼◻◻

συχνή◼◻◻

κανονικός

κοινός

συνηθισμένος

τακτός

szokásos, megszokott

συνηθισμένος (-η-ο)

Το ιστορικό σας