ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megszakítás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megszakítás

διακοπή◼◼◼

παύση◼◻◻

τέλος◼◻◻

τερματισμός◼◻◻

megszakításos zaj

διαλείπων θόρυβος

Terhességmegszakítás

Έκτρωση

Το ιστορικό σας