ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megszámlál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megszámlál

μέτρηση◼◼◼

μετρώ

megszámlálhatatlan

αμέτρητος

megszámlálás

καταμέτρηση◼◼◼

μέτρηση◼◼◼

απαρίθμηση◼◼◻

Το ιστορικό σας