ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

meghatároz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
meghatároz

καθορίζω

meghatározott

ορισμένος◼◼◼

meghatározás

ορισμός◼◼◼

προσδιορισμός◼◼◼

ευκρίνεια◼◻◻

meghatározási módszer

μέθοδος προσδιορισμού◼◼◼

meghatározó

αποφασιστικός◼◼◼

ορίζουσα◼◻◻

ipari övezet meghatározás

σχέδιο βιομηχανικής χρήσης της γης/υποδιαίρεση σε ζώνες

kormeghatározás

χρονολόγηση

Radiokarbon kormeghatározás

Ραδιοχρονολόγηση

Το ιστορικό σας