ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mérkőzés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mérkőzés

αγώνας◼◼◼

ματς

σπίρτο

döntetlen játék / döntetlen mérkőzés

να έρθω ισοπαλία

verseny, mérkőzés

αγώνας (ο)

Το ιστορικό σας