ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mérges σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mérges

δηλητηριώδης

θυμωμένος

θυμωμένος (thimoménos)

τοξικός

mérges vkire

θυμωμένος-η-ο (+ με)

Το ιστορικό σας