ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
földmérő

ερευνητής

fürdőszobai mérleg

ζυγαριά μπάνιου

gyorsulásmérő

επιταχυνσιόμετρο◼◼◼

hajómérnöki tudomány

ναυτική μηχανολογία

hangmérés

μέτρηση του ήχου

hidrológiai mérleg

υδρολογική ισορροπία/υδρολογικό ισοζύγιο

Homérosz

Όμηρος

mérséklet

θερμοκρασία (η)◼◼◼

η θερμοκρασία◼◼◼

mérséklet

Θερμοκρασία◼◼◼

mérő

Θερμόμετρο◼◼◼

mérő

το θερμόμετρο◼◼◼

ismérv

κριτήριο◼◼◼

italbolt (palackozott italok boltja, korlátolt italkimérési engedély)

μίνι-μάρκετ

Kiméra

χίμαιρα

kimért

χύμα◼◼◼

χαλαρός

konyhai mérleg

ζυγαριές κουζίνας

kígyóméreg

δηλητήριο

körméret

περιφέρεια◼◼◼

környezetmérnöki tudomány

μηχανική περιβάλλοντος

μηχανική περιβάλλοντος/περιβαλλοντική τεχνική

περιβαλλοντική τεχνική

lemér

ζυγίζω

levegő hőmérséklet

θερμοκρασία (του) αέρα

Láb (mértékegység)

Πόδι (μονάδα μήκους)◼◼◼

lázmérő

θερμόμετρο

το θερμόμετρο

légnyomásmérő

βαρόμετρο◼◼◼

meg fogom mérni a ...

θα μετρήσω ... σας

meg tudná mérni a ...?

μπορείτε να μετρήσετε...;

megmérgez

δηλητήριο

δηλητηριάζω

φαρμάκι

φαρμακώνω

megmérés

μέτρηση◼◼◼

menjen egyenesen tovább kb. egy mérföldet (egy mérföld az kb. 1,6 km)

προχώρα ευθέια για περίπου ένα μίλι (ένα μίλι είναι περίπου 1,6 χιλιόμετρα)

milyen méretet hord?

τι μέγεθος είστε;

τι νούμερο φοράτε;

Pascal (mértékegység)

Πασκάλ◼◼◼

2345

Το ιστορικό σας