ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δηλητήριο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Δηλητήριο

Méreg◼◼◼

δηλητήριο

kígyóméreg

megmérgez

δηλητήριο (dilitírio)

méreg◼◼◼