ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

másfél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
másfél

μιάμιση◼◼◼

ενάμισι◼◼◼

ενάμισης, μιάμιση, ενάμισι

Το ιστορικό σας