ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lenni σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lenni

πρέπει να◼◼◼

είναι◼◻◻

έχει◼◻◻

πρόκειται

έχω

βρίσκομαι

γίνομαι (gínomai)

είμαι

κρατώ

ον

υπάρχω

szeretsz itt lenni?

σου αρέσει εδώ ;

Το ιστορικό σας