ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lemarad σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lemarad

(csoporttól) μένω (μείνω) πίσω, (vmiről) χάνω (-σω)(+ tárgyeset)

lemaradás

καθυστέρηση◼◼◼

nem akarok lemaradni a híradóról

δε θέλω να χάσω τις ειδήσεις

Το ιστορικό σας