ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lekésik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lekésik

χάνω (-σω)

elveszít elveszt, lekésik vmit, veszít, kikap (→ χάνομαι elvesz, eltéved)

χάνω

Το ιστορικό σας