ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

επιτρέπω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
επιτρέπω

enged

engedély

engedélyez

hagy

lehetővé tesz

megenged

γιατί δεν με αφήνεις να τραγουδήσω; (engedélyez) επιτρέπω (-ψω)

miért nem engeded, hogy énekeljek?