ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

legeltetés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
legeltetés

βόσκηση◼◼◼

βοσκή◼◼◼

βοσκότοπος◼◻◻

βοσκή/βόσκηση/βοσκότοπος

túlzott legeltetés

υπερβόσκηση