ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

legény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
legény

αγόρι

παλικάρι

legénység

πλήρωμα◼◼◼

agglegény

άγαμος

ανύπαντρος

εργένης

μπεκιάρης

legény

μελλόνυμφος

νεόνυμφος

Το ιστορικό σας