ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lebomlóképesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lebomlóképesség

αποικοδομησιμότητα/διασπασιμότητα

biológiai lebomlóképesség

βιοδιασπασιμότητα/βιοαποδομησιμότητα

Το ιστορικό σας