Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
καίγομαι (καώ, κάηκα) (anyagilag) μένω (μείνω) από λεφτά, (mások előtt) γίνομαι (γίνω) ρεζίλι▼
ρεζίλι (το)▼
πρόσεχε να μην καείς στον ήλιο!▼
↑