ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

leég σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
leég

καίγομαι (καώ, κάηκα) (anyagilag) μένω (μείνω) από λεφτά, (mások előtt) γίνομαι (γίνω) ρεζίλι

leégés, ciki

ρεζίλι (το)

vigyázz, nehogy leégj!

πρόσεχε να μην καείς στον ήλιο!

Το ιστορικό σας