ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

leány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
leány

κορίτσι

leányelem

προϊόν διάσπασης

leánykori név

πατρικό όνομα◼◼◼

leánytestvér

αδελφή◼◼◼

leányvállalat

παράρτημα◼◼◼

θυγατρική εταιρία◼◼◻

bomlástermék/leányelem

προϊόν διάσπασης

hableány

γοργόνα

σειρήνα

Το ιστορικό σας