ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κατά κύριο λόγο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κατά κύριο λόγο

elsősorban◼◼◼

először is◼◻◻

eleve◼◻◻