ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
töltelék

γέμιση◼◼◼

törmelék

συντρίμμια◼◼◼

σκουπίδια◼◼◻

történelmi emlék

ιστορικό μνημείο

tűzoltókészülék

πυροσβεστήρας◼◼◼

valamire emlékeztet valakit, eszébe juttat, felidéz

θυμίζω (σε)

van valamilyen mellékhatása?

έχει τυχόν παρενέργεις;

vegyülék

ένωση◼◼◼

vegyülékszó

mot-valise

συμφυρμός

vetülékfonal

υφάδι◼◼◼

vevőkészülék

δέκτης◼◼◼

ακουστικό◼◻◻

állati ürülék

περίττωμα ζώου/ζωογενές απέκκριμα

élelmiszer-adalékanyag

πρόσθετο τροφίμων (στα τρόφιμα)

ürülék

περιττώματα◼◼◼

κόπρανα◼◼◻

κοπριά◼◼◻

περίττωμα

σκατά

σκατό

ürülék baktérium

βακτηρίδια των κοπράνων

üzemanyag adalék

πρόσθετο καυσίμου

456

Το ιστορικό σας