ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kupon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kupon

τοκομερίδιο◼◼◼

απόκομμα◼◻◻

κουπόνι◼◻◻

Το ιστορικό σας