ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

korán σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
korán

νωρίς (noris)◼◼◼

προκαταβολή◼◼◻

πρώιμα◼◻◻

πρόωρος

πρώιμος

Korán

Κοράνιο

feküdj le, holnap korán kelünk!

πήγαινε για ύπνο, αύριο θα σηκωθούμε νωρίς!

Το ιστορικό σας