ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kontakt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kontakt

επαφή◼◼◼

kontaktlencse

επαφή

kontaktlencse tisztító

υγρό για φακούς επαφής

kontaktus

επαφή◼◼◼

rendelhetnék még kontaktlencsét?

μπορώ να παραγγείλω και άλλους φακούς επαφής;

visel kontaktlencsét?

φοράτε φακούς επαφής;

Το ιστορικό σας