ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

konkrét σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
konkrét

συγκεκριμένος◼◼◼

συγκεκριμένος (-η-ο)◼◼◼

ειδικός◼◼◼

ιδιαίτερος◼◻◻

υλικός◼◻◻

konkrétan

δηλαδή◼◼◼

ήτοι◼◼◻

Το ιστορικό σας