ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kiválaszt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kiválaszt

επιλογή◼◼◼

λήψη◼◼◻

εκκρίνει

διαλέγω (-ξω), επιλέγω (-ξω)

εκλέγω

(ki)választ

επιλέγω

kiválasztott

επιλεγμένος◼◼◼

kiválasztás

επιλογή◼◼◼

απέκκριση◼◻◻

διαλογή◼◻◻

növénykiválasztás

φυτική επιλογή

természetes kiválasztódás

φυσική επιλογή

Το ιστορικό σας