ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kinyit σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kinyit

ανοίγω

ανοίγω (-ξω)

ανοίγω (anígo)

ανοιχτός

(ki)nyit

ανοίγω

kinyitná a száját, kérem?

μπορείτε να ανοίξετε το στόμα σας παρακαλώ;

kinyitná a táskáját, kérem?

μπορείτε να ανοίξετε την τσάντα σας παρακαλώ;

nem bánja ha kinyitom az ablakot?

σας πειράζει να ανοίξω το παράθυρο;