ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kimerült σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kimerült

εξαντλημένος◼◼◼

κουρασμένος

kimerült vagyok

είμαι εξουθενωμένος

Το ιστορικό σας