ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κουρασμένος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κουρασμένος

kimerült

álmos

κουρασμένος (-η-ο)

fáradt

είμαι κουρασμένος

fáradt vagyok

είμαι πολύ κουρασμένος / κουρασμένη

túl fáradt vagyok