ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kettő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kettő

δύο◼◼◼

δύο (dýo)◼◼◼

δυάρι

kettő (2)

δύο (2)◼◼◼

kettős

διπλός◼◼◼

kettős gazdaság

δυαδική οικονομία

kettős hulladékgazdálkodás

διπλή διαχείριση (των) αποβλήτων

kettőshangzó

δίφθογγος

kettőspont

άνω και κάτω τελεία

κόλον

kettősség

δυαδικότητα◼◼◼

kettőszáz

διακόσια

harminckettő

τριάντα δύο

hatvankettő

εξήντα δύο

hetvenkettő

εβδομήντα δύο

hullám-részecske kettősség

κυματοσωματιδιακός δυϊσμός

huszonkettő

είκοσι δύο

είκοσι δύο (eíkosi dýo)

είκοσι-δύο

huszonkettő (22)

είκοσι δύο (22)

háromszor kettőt naponta ezekből a tablettákból

να παίρνεις δύο από αυτά τα χάπια τρεις φορές την ημέρα

kilencvenkettő

ενενήντα δύο

mindkettő

και◼◼◼

αμφότεροι◼◼◻

negyvenkettő

σαράντα δύο

nyolcvankettő

ογδόντα δύο

tizenkettő

δώδεκα (dódeka)◼◼◼

tizenkettő (12)

δώδεκα (12)◼◼◼

ötvenkettő

πενήντα δύο

Το ιστορικό σας