ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kedvenc σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kedvenc

αγαπημένος

φαβορί

kedvenc háziállat

κατοικίδιο (ζώο)

kedves, drága, kedvenc

αγαπημένος (-η-ο)

van kedvenc együttesed?

έχεις κανένα αγαπημένο συγκρότημα;

Το ιστορικό σας