ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

katar σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Katar

Κατάρ◼◼◼

Κατάρ (Katár)◼◼◼

Katarina

Αικατερίνη

katarzis

κάθαρση

Το ιστορικό σας