ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κάθαρση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κάθαρση

katarzis

διάλυση/πλύση/αιμοκάθαρση/διαπίδυση

dialízis

εθνοκάθαρση

etnikai tisztogatás