ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

karmester σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
karmester

αγωγός

αρχιμουσικός

διευθυντής ορχήστρας

μαέστρος

Karmester

Μαέστρος

Το ιστορικό σας