ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

karcsú σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
karcsú

αδύνατος

κοκαλιάρης

λεπτοκαμωμένος

λιγνός

λυγερός (-ή-ό)

ραδινός

Το ιστορικό σας