ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kakaó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kakaó

το κακάο◼◼◼

σοκολάτα◼◼◻

φασόλι κακάο

kakaóbab

κακάο◼◼◼

kakaófa

κακαόδεντρο

kakaópor

κακάο◼◼◼

kakaóvaj

βούτυρο κακάο◼◼◼

Το ιστορικό σας