ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kőművesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kőművesség

τοιχοποιία/πλινθοδομή/οικοδόμηση/οικοδομή

szabadkőművesség

ελευθεροτεκτονισμός

τεκτονισμός

Szabadkőművesség

Ελευθεροτεκτονισμός

Το ιστορικό σας