ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

küzd σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
küzd

αγωνίζομαι

αγώνας

μάχομαι

παλεύω

πασχίζω

πολεμώ

küzdelem

καταπολέμηση◼◼◼

αγώνας◼◻◻

μάχη◼◻◻

βιοπάλη

μάχομαι

μονομαχία

πάλη

παλεύω

πολεμώ

leküzdhetetlen

ανυπέρβλητος

αξεπέραστος

Το ιστορικό σας