ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kúr σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kúr

γαμώ (gamó)

πηδάω

συνουσιάζομαι (synousiázomai)

fogyókúra

δίαιτα

διαιτολόγιο

διατροφή

η δίαιτα

καθεστώς

megkúr

γαμώ (gamó)

πηδάω

συνουσιάζομαι (synousiázomai)

Merkúr

Ερμής (πλανήτης)

Το ιστορικό σας