ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közepes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közepes

μέσο◼◼◼

μέσος◼◼◼

μέτριος◼◼◻

μέτριος (-α-ο)◼◼◻

μέσος όρος◼◼◻

moderate◼◻◻

közepes, (kávénál) kevés cukorral

μέτριος (-α-ο)

közepes magasságú

μέτριο ανάστημα

közepesen sütve

μέτρια ψημένη

m – közepes

m- μεσαίο

Το ιστορικό σας