ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

követelmény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
követelmény

απαίτηση◼◼◼

αναγκαιότητα◼◻◻

αξίωση◼◻◻

προαπαιτούμενο◼◻◻

alapvető élelmiszer követelmény

απαιτούμενες βασικές τροφές

előkövetelmény

προαπαιτούμενο◼◼◼

tűzbiztonsági követelmény

προδιαγραφή πυρασφάλειας

Το ιστορικό σας