ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

követelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
követelés

περιουσιακό στοιχείο◼◼◼

αίτημα◼◼◻

πίστωση◼◼◻

ενεργητικό◼◼◻

ισχυρισμός◼◼◻

διεκδίκηση◼◻◻

πιστωτικός◼◻◻

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

követelés, igény

απαίτηση (η, tsz. -εις)

igény/kereslet/követelés

αξίωση

απαίτηση

ζήτηση

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

Το ιστορικό σας